λυσίμετρο

λυσίμετρο
το
γεωλ. συσκευή που περιέχει δείγμα εδάφους και μετρά την ποσότητα αποστράγγισης τού νερού στη μονάδα τού χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lysimeter < lysi- (< λυσι-*) + meter (< μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”